α’
Το κύμα γλιστράει απαλά μπροστά μου.
Το αφήνω να μου μιλήσει.
Πότε το έχω τολμήσει σε τούτη τη ζωή;
Βράδυ, κάπου όπου μόνο η φύση εκπαιδεύει.
Ίσως να είναι δάσος. Ίσως να είναι έρημος.
Σημασία έχει η νύχτα. Την αφήνω να μου μιλήσει.
Κι εκείνη μιλάει σε μένα. Δίνει πνοή στ’ αστέρια της
για μένα.
Ο ήλιος ευλογεί το χωράφι.
Και το χέρι μου χαϊδεύει τα στάχια.
Κοιτάζω ψηλά.
Μια καινούργια ημέρα.
Ο ήλιος με αφήνει να μιλήσω. Ή να σκεφτώ.
«Τελείωσε».
β’
Αν υπάρχει αυτό που λένε
νόημα της ζωής
εκείνες οι στιγμές το ανακαλύψανε
και μου το δείξανε
γυμνό, κι η ομορφιά του
δε χωράει στους ναούς της μνήμης.
Μα τι συμβαίνει με τον χρόνο;
Τούτα τ’ αποσπάσματα της ζωής μου
ζουν στο χρόνο;
Πώς γίνεται να μην είμαι ο άνθρωπος στο χωράφι
αλλά να είμαι ο προδομένος που γράφει τούτες τις γραμμές;
Ποιος άσπλαχνος θα μπορούσε να πιστέψει τέτοια Αλήθεια;
Και τότε, ποιος ο σκοπός Της;
Εσύ δεν έχεις τέτοιες αναμνήσεις;
Αναμνήσεις έξω από τη μνήμη;
Ήμουν εγώ σε καμιά απ’ αυτές;
Ήμουν όμορφος; Δυνατός;
Σίγουρα θα ήμουν ευτυχισμένος.
Σίγουρα κι εσύ θα ήσουν.
___
Το παραπάνω ποίημα αποτελεί απόσπασμα από το ΣΚΟΤΑΔΙ (εκδόσεις Ars Poetica).
© Αλέξης Αντωνόπουλος
Εικόνα από: http://www.artsfon.com/pic/201411/2560x1600/artsfon.com-28899.jpg